- καταπυγοσύνη
- καταπῡγ-οσύνη, ἡ,A unnatural lust, Cratin.53, Ar.Nu.1023 (anap.), Fr.130, Luc.Gall.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπυγοσύνη — καταπυγοσύνη, ἡ (Α) επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, εθελημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
καταπυγοσύνη — καταπῡγοσύνη , καταπυγοσύνη unnatural lust fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυγόσυνος — καταπυγόσυνος, η, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ όσυνος: ευφροσύνη] … Dictionary of Greek
καταπυγοσύνην — καταπῡγοσύνην , καταπυγοσύνη unnatural lust fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυγοσύνης — καταπῡγοσύνης , καταπυγοσύνη unnatural lust fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)